- συμβουλευτικός
- η , ό[ν]1) поучающий, назидательный; 2) совещательный;
συμβουλευτικόςή ψήφος — совещательный голос;
3) консультативный;θέσις συμβουλευτικόςή — должность консультанта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβουλευτικόςή ψήφος — совещательный голос;
θέσις συμβουλευτικόςή — должность консультанта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμβουλευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικός — ή, ό / συμβουλευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.) 2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο… … Dictionary of Greek
συμβουλευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έργο του είναι να δίνει συμβουλές: Ο Μέγας Κωσταντίνος συγκρότησε ένα συμβουλευτικό σώμα. 2. αυτός που λέγεται ή που γίνεται για συμβουλή: Οι περισσότεροι λόγοι του Δημοσθένη είναι συμβουλευτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβουλευτικά — συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc pl συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc/acc dual συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικῶν — συμβουλευτικός of fem gen pl συμβουλευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικόν — συμβουλευτικός of masc acc sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικώτατον — συμβουλευτικός of masc acc superl sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικαί — συμβουλευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικοῖς — συμβουλευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικοί — συμβουλευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλευτικοῦ — συμβουλευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)